- καυκία
- καυκίονcupneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυκιά — η [καύκα] ξύλινο ή λίθινο αβαθές δοχείο με πλατύ στόμιο το οποίο χρησιμεύει για την τριβή ή πολτοποίηση με το γουδοχέρι διαφόρων παρασκευασμάτων μαγειρικής, το γουδί … Dictionary of Greek
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek